Με αφορμή μία φωτογραφία ή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
Ιακωβίδης: Παιδικός Καβγάς
Ο πίνακας του Γ.Ιακωβίδη Παιδικός καβγάς
Αγαπητό ημερολόγιο, η σημερινή μου μέρα δεν ήταν και τόσο καλή. Είχα πάει στην γιαγιά μου για να πάμε στο βουνό να μαζέψουμε μανιτάρια. Εγώ και τα δύο μου ξαδέλφια είχαμε πάει λίγο πιο πέρα και βρήκαμε κάτι μανιτάρια πάρα πολύ μεγάλα πάω να τα πάρω και μου είπε η ξαδέλφη μου μην τα πάρεις η γιαγιά είπε πως είναι δηλητηριώδες. Μετά πήγα λίγο πιο πάνω και βλέπω την ξαδέλφη μου να τα μαζεύει κρυφογελώντας. Πήγε στην γιαγιά και τα έδηξε και της είπε πως αυτά τα μανιτάρια ήταν τέλεια και ύστερα μας είπε να μαζευτούμε να φύγουμε. Όταν προχωρούσαμε το είπα στην γιαγιά μου και η ξαδέλφη μου είπε πως λέω ψέματα. Η γιαγιά μου δεν με πίστεψε γιατί είχε αδυναμία στην ξαδέλφη μου είχα θυμώσει πολύ.
Το μεσημέρι φτάσαμε σπίτι και φάγαμε τα μανιτάρια και η γιαγιά μου έλεγε πόσο τυχερή είμαστε που είχε έρθει μαζί μας και η Ελένη και βρήκε τα μανιτάρια. Είχα θυμώσει πάρα πολύ και ήθελα να πάρω εκδίκηση. Η γιαγιά μου της έφτιαχνε τα μαλλιά και εγώ είδα την καινούρια της ξανθομάλλα με φανταστικά γαλανά μάτια κούκλα που της είχε αγοράσει ο θείος μου. Την πήρα χωρίς να το καλό σκεφτώ και την έβαλα κάτω από το κρεβάτι της γιαγιάς. Τότε ο μπελάς έτσι λέγανε τον σκύλο μου επειδή έκανε αταξίες, πήγε χωρίς να τον δω κάτω από το κρεβάτι και μέχρι να πεις κιχ την είχε αρπάξει και την είχε φάει. Μετά από αυτό ποια γαλανά μάτια της να δεις αφού δεν υπήρχαν ή τα μαλλιά της δεν ήταν πια ξανθά βασικά δεν είχε καν μαλλιά. Το κατάλαβε η Ελένη πως λείπει η κούκλα και έκλεγε την έψαχνε παντού αλλά δεν την έβρισκε μετά από δύο ώρες βαρέθηκα να την ακούω να κλαίει και της είπα που ήταν. Πάει να την πάρει. Μόλις την πήρε έκλεγε ακόμα ποιο δυνατά και πήγα να δω γιατί και είδα την κούκλα πως ήταν. Φοβήθηκα και πήγα να κρυφτώ μέσα στην ντουλάπα. Ύστερα με βρήκε και άρχιζε να με χτυπάει όλο ποιο δυνατά. Πήγα και το είπα στην γιαγιά και η Ελένη έκανες πως κλαίει και της εξήγησα όλη την ιστορία από την αρχή μέχρι και αυτήν την στιγμή που μιλάγαμε η ξαδέλφη μου είπες πως λέω πάλι ψέματα και πως δεν με βάρεσε και τα λέω αυτά για να μην κατηγορηθώ για την κούκλα της. Φυσικά στο τέλος δεν με πίστεψε.
12/11/2005
Άρης Σταματούλης, Α4
Με αφορμή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
Η μικρή ανθοπώλης
Ήταν και οι δύο εκεί. Πίσω από τον πάγκο με τα λουλούδια. Η Άννα κρατούσε το κουκλάκι της και ο Τζακ φορούσε το καπέλο του. Ήταν νωρίς το πρωί και παρόλα αυτά πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν στα πεζοδρόμια. Και τότε τον είδαν. Ερχόταν από μακριά, αλλά τον αναγνώρισαν. Φορούσε τα κουρελιασμένα ρούχα του που πάντα φορούσε. Με γερασμένο δέρμα και το ένα του πόδι κούτσαινε. Το πρόσωπό του αξύριστο, τα δόντια του σάπια και τα μάτια του λαμπίριζαν σαν φωτιές από θυμό. Πήγαιναν έξι μήνες που είχαν να τον δουν. Από τότε που το έσκασαν από εκείνο το παλιό κτίριο. Μα πως τους βρήκε; Είχαν περπατήσει πολλά μίλια. Μα τώρα ήταν εκεί και τους πλησίαζε.
Ο Τζακ τότε άρπαξε την Άννα από το χέρι και άρχισε να τρέχει. Τους πλησίαζε. Όπου να ?ναι θα τους έφτανε. Τότε ο Τζακ ένοιωσε το παγωμένο χέρι του γέρο-Φρανκ να τον τραβάει και αμέσως πέταξε την Άννα μακριά. Το γέρο δεν τον ενδιέφερε το κορίτσι. Μόνο το αγόρι ήθελε. Αυτό ήταν που του κέντριζε το ενδιαφέρον. Έτσι τον κράτησε γερά δεμένο στην ασφυκτική του αγκαλιά και τον παρέσυρε σε ένα στενό σοκάκι. Η Άννα κοίταζε φοβισμένη.
Ο γέρο-Φρανκ ήταν τόσο λυσσασμένος που άρχισε να βαρά το παιδί με όλη του τη μανία. Μα ο Τζακ στεκότανε σαν το βράχο απέναντι στο κύμα, σαν τον αετό που πετάει λεύτερος ακόμα και τις τελευταίες του στιγμές. Μα ο βράχος κατατρώγεται από το κύμα και ο αετός πεθαίνει. Έτσι ο Τζακ σε ένα γερό χτύπημα του άκαρδου και σκληρού γέρου δεν άντεξε. Και γιατί όλο αυτό; Για τριάντα λίρες που πήραν καθώς έφευγαν τα παιδιά. Κατευχαριστημένος λοιπόν έφυγε ο γέρος χωρίς να θυμάται τη μικρή Άννα.
Μετά από όλο αυτό το βίαιο σκηνικό κάτι είχε αλλάξει στο πεντάχρονο κορίτσι. Κάτι έσπασε, κάτι έσβησε. Άρχισε να περπατά προς τον πάγκο με τα λουλούδια. Καθώς περπατούσε γλίστρησε απ? τα χέρια το κουκλάκι της, άφησε τα μαλλιά της λυτά να ανεμίζουν στον ελεύθερο αέρα. Όταν έφτασε στον πάγκο κάθισε δίπλα του, στήριξε πάνω του την πλάτη της, κοίταξε τον ουρανό για λίγο και έκλεισε τα μάτια. Δεν έκλαψε καθόλου εκείνη την ημέρα, απλά έκλεισε το στόμα και δεν ξαναμίλησε ποτέ.
Νικόλας Χατζής, Α4
Με αφορμή μία φωτογραφία ή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
To παιδί με το χιόνι
Μία φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα παιδάκι που το όνειρό του ήταν να δει χιόνι!!!Το έβλεπε κάθε φορά στον ύπνο του και υπνοβατούσε. Έβγαινε κάθε φορά από το παράθυρό του και νόμιζε πως έβλεπε ένα χιονισμένο τοπίο, αλλά στην πραγματικότητα έβρεχε, και ήταν όλο λάσπες! Έπιανε το χιόνι αλλά πραγματικά έπιανε το χώμα. Έφτιαχνε έναν χωμάνθρωπο, αλλά φαντάστηκε ότι κατασκεύαζε έναν χιονάνθρωπο. Όταν το αντιλαμβάνονταν οι γονείς του, τον έβαζαν μέσα και τον έπλεναν.
Ώσπου μία μέρα, ο μικρός δεν άκουσε σταγόνες βροχής να πέφτουν και απόρησε. Άνοιξε τις κουρτίνες και τι να δει! Ένα κατάλευκο τοπίο! Άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδάει καταφέρνοντας να ξυπνήσει τους γονείς του. Σηκώθηκαν και τους είπε να κοιτάξουν απ' έξω. Αυτή τη φορά ο μικρός δεν είχε παραισθήσεις! Ήταν αλήθεια! Η μητέρα του δεν πίστευε στα μάτια της! Στην αρχή δίστασε, αλλά μετά το πίστεψε.
Ο μικρός δεν έβλεπε την ώρα να βγει έξω! Η μητέρα του είπε να φορέσει ζεστά ρούχα, γιατί θα κρυώσει. Τα φόρεσε και βρήκε έξω να παίξει. Έτσι από εδώ και πέρα δεν θα βλέπει τρελά όνειρα και τελικά οι γονείς του δεν θα σηκώνονται τα βράδια για να τον βάζουν ξανά στο κρεβάτι του. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!!
Χριστίνα Κωσταντοπούλου Α?2
Με αφορμή μία φωτογραφία ή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
ΤΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ
Βρισκόμαστε στην μεταπολεμική εποχή, οι άνθρωποι παλεύουν για την επιβίωση τους. Τα αγαθά λίγα και μόνο τα απαραίτητα. Έτσι έχουμε και την μικρή Χριστίνα ηλικίας τεσσάρων ετών που περιμένει με ανυπομονησία τα καινούργια της παπούτσια γιατί τα παλιά της χάλασαν και δεν είναι τόσο όμορφα πια.
Μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα που οι γονείς της τα έφεραν, της φαίνονταν τόσο όμορφα, μαύρα και γυαλιστερά. Είχαν ωραίο δέσιμο στο πάνω μέρος τους με μπλε σκούρα κορδονάκια. Η πρώτη φορά που τα φόρεσε ήταν όταν πήγε στην εκκλησία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που κατεβαίνοντας τα σκαλιά της εκκλησίας, σταμάταγε κάθε λίγο και τα κοίταζε. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Ώσπου ήρθε το βράδυ και έπρεπε να τα αποχωριστεί.
Στην αρχή της φαινόταν αδύνατο να τα αφήσει, αλλά τελικά τα έβγαλε και τα ακούμπησε σε μία παππουτσοθήκη δίπλα στο κρεβάτι της.
Όταν το επόμενο πρωί πήγε να φορέσει τα καινούργια της παππούτσια, σκίστηκαν. Προβληματίστηκε για το πώς θα το πει στους γονείς της αλλά δεν μπορούσε να βρει κάποια δικαιολογία . Τελικά αποφάσισε να το πει αλλά όταν ήταν έτοιμη να το πει δείλιασε. Αφού ήρθε το βράδυ και οι γονείς της γύρισαν από τη δουλειά στο σπίτι το είπε. Εκείνοι όταν το άκουσαν δυσαρεστήθηκαν αλλά δεν της είπαν τίποτα.
Ανήμερα παραμονής η Χριστίνα είδε κάτω απ? το δέντρο όχι ένα αλλά δύο ζευγάρια παππούτσια και αυτή τη φορά τα πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Από την Όλγα Σαββοπούλου
Τα καινούρια μου παπούτσια
Δευτέρα του Πάσχα, 1900
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Καλό Πάσχα! Χθες οι γονείς μου , μου πήραν το πιο απίστευτο δώρο! Μου το είχαν τυλίξει με μια εφημερίδα για πολύ έμφαση? Έσκισα την εφημερίδα με μανία και ένα κουτί αποκαλύφθηκε ? Το άνοιξα. Ένα ζευγάρι μαύρα λούστρινα παπούτσια ! Τι όμορφα που ήταν. Πήγα κατευθείαν να τα δοκιμάσω. Η μητέρα μου το πρώτο πράγμα που μου είπε είναι να τα προσέχω σαν τα μάτια μου, γιατί δεν θα πάρω άλλα αυτόν το χρόνο. Μετά από λίγη ώρα βάλαμε τα καλά μας και πήγαμε σ την εκκλησία όπως θα έκανε όλη η ενορία. Η μητέρα μου ήταν όσο περιποιημένη όσο ποτέ ! Βάφτηκε ελαφριά , φόρεσε ένα κόκκινο φόρεμα, για να ταιριάζει με την εποχή, και κάτι όμορφα γοβάκια. Ο πατέρας ; Όπως πάντα σοβαρός με το κουστουμάκι και το μουστάκι του. Εγώ φόρεσα ένα ωραίο φορεματάκι που μου έραψε η αγαπημένη μου γιαγιάκα και φυσικά τα καινούργια μου παπούτσια. Στον δρόμο για την εκκλησία περπάταγα καμαρωτά καμαρωτά για να δείξω τα καινούργια μου παπούτσια. Συναντήσαμε την γιαγιά και τον παππού στα σκαλιά της εκκλησίας. Η γιαγιά άρχισε τις αγκαλιές, τα φιλιά και τα καλά λόγια για το φόρεμα που μου έραψε. Εγώ ξερόβηξα και κοίταξα τα παπούτσια μου, τότε η γιαγιά με αγκάλιασε και επανέλαβε τα λόγια της γιαγιάς. Μπήκαμε στην εκκλησία κάναμε την λειτουργία και συνάντησα μερικούς συμμαθητές μου. Συζητήσαμε για τα δώρα μας. Ρούχα, παπούτσια, γραφική ύλη όλα τα καλούδια ? Μετά πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και φάγαμε? μην νομίζεις τίποτα σπουδαίο, δεν υπάρχουν χρήματα για πολυτέλειες? αλλά μετά ακολούθησαν οι ξακουστοί κουραμπιέδες της γιαγιάς. Τώρα είμαι στο δωμάτιό μου, σου γράφω πως πέρασα το φετινό μου Πάσχα περιμένοντας με λαχτάρα το επόμενο ?
Ελπίδα Τζανή , Α4
Με αφορμή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Μια καινούρια μέρα ξημέρωσε και ο Γιάννης με τον Κώστα αποφάσισαν να κάνουν μια έκπληξη στους φίλους τους, τους γονείς τους και στον παππού και στην γιαγιά. Αποφάσισαν να κάνουν μια συναυλία στο σπίτι τους, αποκλειστικά για τους δικούς τους ανθρώπους.
Εφεραν τα μουσικά όργανα στο σαλόνι και ενημέρωσαν όλους να έρθουν σπίτι. Μέχρι να έρθει ο κόσμος ?άρχισαν τις πρόβες. Σε δυο ώρες άρχισε να χτυπά το κουδούνι και ένας ένας να έρχεται στο σπίτι. Ηρθαν όλοι ?εκτός από τον παππού και τη γιαγιά. Οι φίλοι των παιδιών άρχισαν να ανυπομονούν για την έκπληξη και ο Γιάννης το πρόσεξε αυτό.
-Να ξεκινήσουμε, λέει στον Κώστα, κοντεύει μεσημέρι.
Ο Κώστας έμεινε λίγο σκεπτικός. Ηθελε να τον ακούσουν ο παππούς με τη γιαγιά. Ειδικά η γιαγιά που στα νιάτα της τραγουδούσε στη Λυρική Σκηνή και είναι αυστηρός κριτής. Αφού σκέφτηκε, απάντησε.
-Εντάξει. Όμως μετά θα πάμε στη γιαγιά και στον παππού να τους τραγουδήσουμε και να τους παίξουμε μουσική.
Πήραν θέσεις και ξεκίνησαν να τραγουδούν και να παίζουν μουσική με τα όργανα, για τους φίλους τους. Ολοι τους άκουγαν μαγεμένοι. Όταν τελείωσαν ήταν πια απόγευμα. Η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν. Τότε λέει ο Κώστας:
-Γιάννη κοίτα την ώρα. Πρέπει να πάμε στον παππού και τη γιαγιά.
Και κοιτώντας τους φίλους του είπε:
-Ερχεστε μαζί μας? Θα τους κάνουμε μεγάλη έκπληξη.
Ολοι συμφώνησαν και έτρεξαν στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, που τους υποδέχθηκαν με πολύ χαρά.
Στην αρχή είχαν άγχος και δεν έπαιξαν σωστά τις νότες. Μετά από λίγο όμως βρήκαν το ρυθμό τους και η μουσική ήταν υπέροχη. Ο παππούς και η γιαγιά χειροκρότησαν ευχαριστημένοι. Μαγεύτηκαν κι αυτοί από τη γλυκιά μελωδία. Πιο πολύ όμως ικανοποιήθηκαν επειδή τα παιδιά τραγούδησαν και έκαναν μια υπέροχη συναυλία αποκλειστικά γι? αυτούς.
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ Α1
Με αφορμή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
ΤΟ ΨΑΡΙΑΝΟ ΜΟΙΡΟΛΟ?Ι?
Ηταν ξημερώματα Τρίτης όταν οι καμπάνες χτύπησαν πένθιμα. Η κυρία Μαρία μαζί με τους άλλους κατοίκους έτρεξαν στην πλατεία του χωριού. Ολοι ένιωθαν ότι κάτι κακό είχε συμβεί και ήταν αναστατωμένοι. Η κυρία Μαρία ένιωθε μαύρη την καρδιά της γιατί είχε καιρό να πάρει νέα από τον άντρα της που είχε μπαρκάρει πριν έξι μήνες με το καράβι. Αυτή δεν ήθελε να φύγει ο άντρας της στη θάλασσα, αλλά αυτός της είχε υποσχεθεί πως θα ήταν η τελευταία φορά. Είχαν μεγάλη ανάγκη τα χρήματα.
Όταν έφτασε στην πλατεία ο Δήμαρχος την πήρε στην άκρη και της είπε τα κακά νέα. Το καράβι ναυάγησε και μέχρι να συλλέξουν τους νεκρούς πέρασαν δυο βδομάδες. Σε λίγη ώρα θα τον έφερναν στο σπίτι τους. Το κακό ήρθε ξαφνικά και η κυρία Μαρία ένιωσε το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια της.
Ολες οι γυναίκες ήρθαν γρήγορα κοντά της και την πήγαν σπίτι λέγοντάς της λόγια παρηγοριάς. Στο σαλόνι κάθισαν γύρω της και μοιρολογούσαν τον αδικοχαμένο άντρα της. Πώς θα μπορούσαν όμως να παρηγορήσουν την κυρία Μαρία που έχασε τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα το στήριγμά της, που νόμιζε πως απλά ζούσε ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη και πως σε λίγο θα ξυπνούσε???
ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ Α1