Με αφορμή έναν πίνακα ζωγραφίκης, οι μαθητές της Α' Γυμνασίου στο μάθημα της Οικιακής Οικονομίας γράφουν μια δική τους ιστορία για τη ζωή των παιδιών στην ελληνική παραδοσιακή οικογένεια.
Η μικρή ανθοπώλης
Ήταν και οι δύο εκεί. Πίσω από τον πάγκο με τα λουλούδια. Η Άννα κρατούσε το κουκλάκι της και ο Τζακ φορούσε το καπέλο του. Ήταν νωρίς το πρωί και παρόλα αυτά πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν στα πεζοδρόμια. Και τότε τον είδαν. Ερχόταν από μακριά, αλλά τον αναγνώρισαν. Φορούσε τα κουρελιασμένα ρούχα του που πάντα φορούσε. Με γερασμένο δέρμα και το ένα του πόδι κούτσαινε. Το πρόσωπό του αξύριστο, τα δόντια του σάπια και τα μάτια του λαμπίριζαν σαν φωτιές από θυμό. Πήγαιναν έξι μήνες που είχαν να τον δουν. Από τότε που το έσκασαν από εκείνο το παλιό κτίριο. Μα πως τους βρήκε; Είχαν περπατήσει πολλά μίλια. Μα τώρα ήταν εκεί και τους πλησίαζε.
Ο Τζακ τότε άρπαξε την Άννα από το χέρι και άρχισε να τρέχει. Τους πλησίαζε. Όπου να ?ναι θα τους έφτανε. Τότε ο Τζακ ένοιωσε το παγωμένο χέρι του γέρο-Φρανκ να τον τραβάει και αμέσως πέταξε την Άννα μακριά. Το γέρο δεν τον ενδιέφερε το κορίτσι. Μόνο το αγόρι ήθελε. Αυτό ήταν που του κέντριζε το ενδιαφέρον. Έτσι τον κράτησε γερά δεμένο στην ασφυκτική του αγκαλιά και τον παρέσυρε σε ένα στενό σοκάκι. Η Άννα κοίταζε φοβισμένη.
Ο γέρο-Φρανκ ήταν τόσο λυσσασμένος που άρχισε να βαρά το παιδί με όλη του τη μανία. Μα ο Τζακ στεκότανε σαν το βράχο απέναντι στο κύμα, σαν τον αετό που πετάει λεύτερος ακόμα και τις τελευταίες του στιγμές. Μα ο βράχος κατατρώγεται από το κύμα και ο αετός πεθαίνει. Έτσι ο Τζακ σε ένα γερό χτύπημα του άκαρδου και σκληρού γέρου δεν άντεξε. Και γιατί όλο αυτό; Για τριάντα λίρες που πήραν καθώς έφευγαν τα παιδιά. Κατευχαριστημένος λοιπόν έφυγε ο γέρος χωρίς να θυμάται τη μικρή Άννα.
Μετά από όλο αυτό το βίαιο σκηνικό κάτι είχε αλλάξει στο πεντάχρονο κορίτσι. Κάτι έσπασε, κάτι έσβησε. Άρχισε να περπατά προς τον πάγκο με τα λουλούδια. Καθώς περπατούσε γλίστρησε απ? τα χέρια το κουκλάκι της, άφησε τα μαλλιά της λυτά να ανεμίζουν στον ελεύθερο αέρα. Όταν έφτασε στον πάγκο κάθισε δίπλα του, στήριξε πάνω του την πλάτη της, κοίταξε τον ουρανό για λίγο και έκλεισε τα μάτια. Δεν έκλαψε καθόλου εκείνη την ημέρα, απλά έκλεισε το στόμα και δεν ξαναμίλησε ποτέ.
Νικόλας Χατζής, Α4